Μυκονος

 

Η Μύκονος μαζί με τη Δήλο, τη Ρήνεια και μερικές βραχονησίδες αποτελούν ενιαίο νησιωτικό σύμπλεγμα. Η Μύκονος είναι νησί επίπεδο, με έκταση 75 τετρ. χλμ. και υψόμετρο 364 μέτρα. Κυρίαρχο πέτρωμα της είναι ο γρανίτης, ενώ αισθητή είναι η απουσία δένδρων με παρουσία θαμνώδους βλάστησης σε ορισμένα μόνο σημεία του νησιού (Πάνορμος, Καλαφάτης, Φτελιά). Η Ρήνεια (13 τετρ. χλμ., 149μ.) είναι επίπεδη και χρησιμοποιείται για βοσκή κοπαδιών, ορισμένα σημεία της καλύπτονται από φρύγανα, ενώ υπάρχουν εγκαταλελειμμένα χωράφια. Το Τραγονήσι (1,1 τετρ. χλμ., 149μ) είναι βραχώδες και δύσβατο, με απότομα σημεία. Υπάρχουν σ’ αυτό μεταλλεία κι επίπεδες περιοχές. Τέλος, τα Σταπόδια (0,5 Κm2, 133 m) είναι βραχώδη με απότομα σημεία, περιορισμένης έκτασης θαμνώδεις περιοχές, φρύγανα και λιγοστές επίπεδες επιφάνειες.

 

Το κλίμα της Μυκόνου είναι εύκρατο, αρκετά ξηρό, με ήπιους, κατά κανόνα, χειμώνες. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του κλίματος είναι οι ισχυροί βόρειοι άνεμοι (τα γνωστά «μελτέμια») που πνέουν το καλοκαίρι, κατά την διάρκεια της ημέρας. Το χιόνι είναι σπάνιο, οι βροχές  ανύπαρκτες το καλοκαίρι και μάλλον λίγες τον χειμώνα. Ο ήλιος, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες είναι λαμπρός και πολύ ζεστός άρα και επικίνδυνος, γεγονός που  πρέπει να λαμβάνει υπόψη του ο επισκέπτης του νησιού.

Το “σεληνιακό τοπίο” της Μυκόνου κρύβει πολλή περισσότερη ζωή απ’ όσο θα συμπέραινε κάποιος κρίνοντας από την πρώτη ματιά: οι γυμνοί λόφοι κρατούν πολλούς μικρούς “θησαυρούς” μακριά απ’ τα μάτια του μέσου επισκέπτη.  Στους βράχους και στις ξερολιθιές, μια μεγάλη σαύρα μ’ αγκαθωτή εμφάνιση είναι το “σήμα κατατεθέν” της Μυκόνου, περισσότερο από οποιονδήποτε πελεκάνο.  Από αυτή τη “μυκονιάτικη σαύρα”, ευρύτατα διαδεδομένη στη γη της Ιωνίας, πήρε τ όνομά του ο κροκόδειλος του Νείλου. Όταν οι Ίωνες έφτασαν στην Αίγυπτο, συνέκριναν τη μορφή των αληθινών κροκοδείλων (που ως τότε ονομάζονταν “χαμψαι”) μ’ εκείνη των σαυρών της πατρίδας τους και τους έδωσαν  το ίδιο όνομα. Στη Μύκονο, ο “χερσαίος κροκόδειλος” ονομάζεται, ακόμα και σήμερα, “κροκοδειλάκι” ή “κορκόδειλας” κι η παρουσία του είναι εμφανέστατη στο νησί (από παλαιότερο άρθρο του Αχιλλέα Δημητρόπουλου, – Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Γουλανδρή).

 

Οι παραθαλάσσιοι υγρότοποι του  Πανόρμου και της Φτελιάς που, πλημμυρίζοντας εποχιακά, μεταβάλλονται σε μικρές λιμνοθάλασσες, σημαντικούς σταθμούς για τα μεταναστευτικά πουλιά. Ρέματα και λεκάνες απορροής των υδάτων σχηματίζονται σε πολλά σημεία, όπως την περιοχή του Μαραθιού, όπου δημιουργήθηκε μαζί με το φράγμα ένας νέος υγρότοπος, καθώς και στην Άνω Μερά, ενώ οι αμμώδεις ακτές του νησιού είναι πλούσιες σε πυριτική άμμο.

 

Η κτηνοτροφία που διατηρείται οριακά  σήμερα στο νησί, δίνει τη γνωστή “κοπανιστή”, είδος μαλακού πικάντικου τυριού, και “ξυνότυρα” σε περιορισμένες ποσότητες. Τα αλλαντικά της Μυκόνου, λουκάνικα, “λούζες”, “παϊδες” κτλ. είναι πάντα περιζήτητα από τους Έλληνες και ξένους καλοφαγάδες.

Θα πρέπει, τέλος, να γίνει ιδιαίτερη αναφορά  στα ονομαστά άλλοτε και πολυβραβευμένα “αμυγδαλωτά” της Μυκόνου, είδος παραδοσιακών γλυκισμάτων ανατολίτικου τύπου με εξαίσιο άρωμα και γεύση και στη “σουμάδα”, (είδος παραδοσιακού μη αλκοολούχου δροσιστικού ποτού) με βάση επίσης το αμύγδαλο.

 

Η μυκονιάτικη λούζα είναι ένας πολύ χαρακτηριστικός όσο και νόστιμος μεζές που συναγωνίζεται σε προτίμηση, για όσους ξέρουν από ελληνικές λιχουδιές, τα – περίφημα επίσης – λουκάνικα της Μυκόνου. Πρόκειται για ένα παραδοσιακό αλλαντικό που γίνεται από ντόπιο χοιρινό και περιλαμβάνει ολόκληρο το φιλέτο από τη ράχη του ζώου με το λίγο λίπος που το περιβάλλει. Αυτό, στεγνώνει και “ψήνεται” στο βοριά των αρχών του χειμώνα και τον ήλιο, ετοιμασμένο με αρκετό αλάτι, πιπέρι και άλλα μυρωδικά (θρούμπη). Αφού ωριμάσει η λούζα, διατηρείται για όσον καιρό θέλουμε στην κατάψυξη, για να μη χάσει τη δροσιά της στεγνώνοντας. Σερβίρεται ως εκλεκτός μεζές, κομμένη σε λεπτές φέτες που παίρνουν χρώμα σκούρο ροδοκόκκινο και αφήνουν στο στόμα όλη τη νοστιμιά και το πλούσιο άρωμά της. Η μικρή λούζα που φτιάχνεται από τον άλλο ραχιαίο μύ του χοίρου, το “ψαρονέφρι”, είναι ακόμα πιο τρυφερή και λέγεται “μπούμπουλο”.

Η κοπανιστή της Μυκόνου είναι ένα τυπικό, πολύ πικάντικο τυρί. Συνοδεύει θαυμάσια το ούζο και κάθε δυνατό ελληνικό απεριτίφ, επάνω σε ψωμί ή – σύμφωνα με το μυκονιάτικο τρόπο- σε μουσκεμένο κρίθινο παξιμάδι, μαζί με ντομάτα ή αγγούρι. Η κοπανιστή είναι το αποτέλεσμα μιάς ελεγχόμενης και επαναλαμβανόμενης ζύμωσης που γίνεται με τη φροντίδα του παραδοσιακού τυροκόμου, σε βάση ντόπιου ανάμικτου τυριού (αιγοπρόβειου), το οποίο αφού ωριμάσει, διατηρείται εύκολα μέσα σε πήλινο ή γυάλινο βάζο. Η παρασκευή της είναι γνωστή και στα άλλα κυκλαδονήσια, αλλά διαφέρει αισθητά από την κοπανιστή των άλλων νησιών και θεωρείται ως η πλέον δυνατή και αρωματική.

Ο κλασικός μύθος θέλει θαμμένους κάτω από τους επιβλητικούς βραχώδεις σχηματισμούς της Μυκόνου τους Γίγαντες, που εξόντωσε ο Ηρακλής κατά τη Γιγαντομαχία. Το όνομά της φαίνεται να δηλώνει το “σωρό λίθων” ή τον “πετρώδη τόπο”. Κατά μία μεταγενέστερη παράδοση, το νησί  συνδέεται με τον ήρωα Μύκονο, γιο του βασιλιά της Δήλου Άνιου.

 

Κάρες και Φοίνικες ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της Μυκόνου, αλλά οι Ίωνες εγκαταστάθηκαν και κυριάρχησαν εδώ γύρω στο 1000 π.Χ. Αναφέρεται ότι στο νησί υπήρχαν δύο πόλεις, ότι στάθμευσαν εδώ ο Δάτις κι ο Αρταφέρνης το 490 π.Χ. κι ότι ήταν μάλλον νησί φτωχό. Λατρεύονταν εδώ κυρίως ο Διόνυσος, η Δήμητρα, ο Δίας, ο Απόλλων, ο Ποσειδώνας κι ο Ηρακλής.

 

Οι Ρωμαίοι κατακτητές έδωσαν τη θέση τους  στους  Βυζαντινούς , οι οποίοι τον 7ο αιώνα έκτισαν στο νησί αμυντικά έργα κατά των Αράβων πειρατών, και κράτησαν στην κυριαρχία τους  τη Μύκονο μέχρι τον 12ο αιώνα.

 

Μετά τη θλιβερή κατάληξη της Δ΄ Σταυροφορίας το 1204, το νησί παραχωρείται στους Ανδρέα και Ιερεμία Γκύζη. Το 1292 λεηλατείται από Καταλανούς και αφήνεται πάλι στον άμεσο έλεγχο των Βενετών. Έκτοτε, απετέλεσε ενιαία ενετική εδαφική κτήση μαζί με  την Τήνο. Κατά τη διάρκεια της επικυριαρχίας των Βενετών, καταστρέφεται από το Μπαρμπαρόσα, ναύαρχο του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς.

 

Επί Οθωμανών, υπάγεται στη δικαιοδοσία του αρχηγού του Οθωμανικού στόλου, του Καπουδάν-Πασά και σχεδόν αυτοδιοικείται κατά το σύστημα της εποχής, έχοντας Βοεβόδα και Επιτρόπους, που προσπαθούν όπως μπορούν να κρατήσουν ίσες αποστάσεις από Τούρκους και Βενετούς.

Δήλος

 

Το ιερό νησί των Αρχαίων Ελλήνων το οποίο, σύμφωνα με την μυθολογία, φανερώθηκε μέσα από τα κύματα του Αιγαίου από τον Ποσειδώνα στην, καταδιωκόμενη από την Ήρα, Λητώ, η οποία εκεί και γέννησε τον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Στη Δήλο σώζονται σε αρκετά καλή κατάσταση τα ερείπια ενός από τους μεγαλύτερους  και τους πιο εντυπωσιακά οργανωμένους οικισμούς της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας. Το νησί πρωτοκατοικήθηκε την 3η χιλιετία π.Χ πιθανά από τους Κάρες. Μετατρέπεται στις αρχές του 10 αιώνα π.Χ  σε λατρευτικό κέντρο και έδρα Μεγάλης Αμφικτιονίας του Αιγαίου. Στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ οι Αθηναίοι κυριαρχούν στο ιερό νησί. Το 540 π.Χ, ο Πεισίστρατος αποφασίζει την πρώτη κάθαρσή του νησιού , ενώ με τη δεύτερη, το 426 π.Χ, μεταφέρονται τα οστά όλων των νεκρών της Δήλου στο γειτονικό νησί Ρήνεια και απαγορεύονται πλέον οι γεννήσεις και οι θάνατοι στο νησί του Απόλλωνα ώστε να μη μιαίνουν το Ιερό του.

Με την έλευση των Μακεδόνων το 315 π.Χ το νησί αποκτά την ανεξαρτησία του και τη δυνατότητα να αναπτυχθεί εμπορικά. H εγκατάσταση των Ρωμαίων αργότερα, έχει σαν αποτέλεσμα την αθρόα προσέλευση Αιγυπτίων, Συρίων  και Ιταλών και την περαιτέρω ανάπτυξη του νησιού έως το 88 π.Χ όπου κατά τη διάρκεια των Μιθριδατικών πολέμων, δέχεται δύο φοβερές επιθέσεις και αρχίζει να φθίνει έως την τελική εγκατάλειψη του τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Μετά από αιώνες ακινησίας η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή ξεκινά ανασκαφές στον αρχαιολογικό χώρο το 1873 και η Δήλος ξαναβγαίνει από την αφάνεια, αποκαλύπτοντας την πλούσια Ιστορία της σε ολόκληρο τον Κόσμο. Το αρχαιολογικό Μουσείο της Δήλου είναι σήμερα ένα από τα σημαντικότερα της Ελλάδας. Η Δήλος και η Ρήνεια τελούν υπό την προστασία του Υπουργείου Πολιτισμού και απαγορεύονται ο ελλιμενισμός σκαφών και η διανυκτέρευση ατόμων χωρίς ειδική άδεια.

Δραφάκι, Βρύση, Γλάστρος, Πλατύ – Γιαλός

 

Ενδιαφέροντα μικρά μνημεία βρίσκονται διάσπαρτα σε αγροτικές – έως πρότινος – περιοχές και στα Νότια της Χώρας: στο Δραφάκι (Πασπάρι), μπορεί κανείς να δει μερικά παλαιότατα αλλά καλά διατηρημένα ξωκλήσια. Στη Βρύση, αποκαλύφθηκε πριν από λίγα χρόνια ένας ασυνήθιστος για τις Κυκλάδες θολωτός τάφος της Μυκηναϊκής περιόδου, με πλούσιο και ενδιαφέρον περιεχόμενο που μαρτυρεί τις ιδιαίτερες σχέσεις του νησιού με τα ελλαδικά μυκηναϊκά κέντρα. Στην ίδια περιοχή, υπάρχουν θαυμάσιοι περιστερεώνες μέσα σε παλιούς κήπους. Στη μυκονιάτικη ύπαιθρο σώζονται ακόμα τα ερείπια μερικών αρχαίων τετράγωνων ή στρογγυλών πύργων, που θα πρέπει να άνηκαν σε κάποιο αμυντικό σύστημα του νησιού: Ο πύργος στη Ληνώ, διαμέτρου 10μ. Ο πύργος στη θέση Πόρτες που δεσπόζει του Πλατύ – Γιαλού, με αρκετά μικρότερη διάμετρο (3,5μ.), εντυπωσιάζει με την διατηρούμενη πορτωσιά του. Επίσης υπάρχουν αρχαία πηγάδια που χρησιμοποιούνται ακόμα, όπως το πηγάδι “του Γιάνναρου”, μια υπόγεια  δεξαμενή κτισμένη με γρανιτόλιθους και σκάλα για την κάθοδο στο νερό. Ένα άλλο πηγάδι, ο «Πούαδος», με βαθμίδες στο πλάι να εξασφαλίζουν εύκολη πρόσβαση, διατηρείται κάτω από τον περιφερειακό δρόμο Τούρλου – Κόρφου, στο ύψος της Ταγκούς.

Μικρή Βενετία

Ανάμεσα Κάστρου και Σκάρπας είναι η γραφική γειτονιά που με τα πολύχρωμα μπαλκόνια της και τα ξύλινα “μπουντιά” κρέμεται – θαρρείς – πάνω από την θάλασσα. Μπορεί να απολαύσει κανείς από εδώ σίγουρα ένα από τα ωραιότερα ηλιοβασιλέματα της Ελλάδας.